- σμηματοθήκη
- σμημᾰτο-θήκη, ἡ,= σμηματοδοκίς, Id.A s.v. ῥύμμα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμηματοθήκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηματοθήκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + θήκη] … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
σμηματοφορείον — τὸ, Α σμηματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + φορεῖον (< φόρος), πρβλ. οινο φορείον] … Dictionary of Greek